κύηση tagged posts

«Δεν χρειάζεται φόβος, αλλά έγκαιρη διάγνωση και σωστή αντιμετώπιση!»

 

Μιλώντας για σακχαρώδη διαβήτη της κύησης (ΣΔΚ), αναφερόμαστε στις γυναίκες εκείνες που εμφανίζουν διαβήτη για πρώτη φορά στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Πρόκειται για μια παροδική κατάσταση που παύει μετά τον τοκετό. Μια γυναίκα που εμφανίζει ΣΔΚ πρέπει να γνωρίζει: 1) ότι  θα εμφανίσει το ίδιο πρόβλημα σε επόμενη εγκυμοσύνη και 2) ότι έχει αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσει σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 μεταγενέστερα στη ζωή της.

Ο ΣΔΚ αποτελεί πλέον μια από τις συχνότερες παθήσεις της εγκυμοσύνης. Ο λόγος που παρουσιάζεται είναι η «αντίσταση» στη δράση της ινσουλίνης η οποία κατά κανόνα προϋπάρχει και επιδεινώνεται στη διάρκεια της κύησης λόγω των ορμονικών μεταβολών του πλακούντα.

Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση ΣΔΚ αποτελούν:

  • Η ηλικία της  γυναίκας άνω των 30 ετών
  • Η παχυσαρκία
  • Το ιστορικό σακχαρώδους διαβήτη στην οικογένεια
  • Η ύπαρξη σακχαρώδους διαβήτη κύησης σε προηγούμενη εγκυμοσύνη
  • Το μεγάλο βάρος γέννησης (>4kg) παιδιών σε προηγούμενη εγκυμοσύνη

Η διάγνωση είναι απλή και γίνεται με μία καμπύλη σακχάρου μετά από του στόματος χορήγηση 50gr γλυκόζης στην έγκυο γυναίκα και  μετρήσεις σακχάρου αίματος πριν και 1 ώρα μετά την χορήγηση γλυκόζης. Ανάλογα με τα αποτελέσματα αυτού του τεστ θα καθορισθεί και η παρακολούθηση της εγκύου από τον θεράποντα ενδοκρινολόγο .

Η ρύθμιση του σακχάρου είναι πρωταρχικής σημασίας για την ασφαλή εξέλιξη της εγκυμοσύνης. Τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα είναι επικίνδυνα τόσο για τη μητέρα (αυξημένη πιθανότητα για υπέρταση –προεκλαμψία) όσο και για το μωρό. Επιπτώσεις του ΣΔΚ στο έμβρυο και το νεογνό:

  • Αποβολές
  • Ενδομήτριος θάνατος
  • Αυξημένο αμνιακό υγρό
  • Ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης
  • Συγγενείς ανωμαλίες
  • Μακροσωμία
  • Υπογλυκαιμία
  • Υπασβεστιαιμία
  • Αναπνευστική δυσχέρεια
  • Καρδιολογικά προβλήματα

Η τακτική παρακολούθηση και ρύθμιση του σακχάρου της εγκύου διαφυλάσσει το μωρό από όλους τους προαναφερθέντες κινδύνους. Η παρακολούθηση γίνεται με μετρήσεις σακχάρου στο αίμα 1 ώρα μετά από τα κυρίως γεύματα. Την μέτρηση την κάνει η ίδια η έγκυος με μετρητές (μηχανάκια) σακχάρου. Η διαιτητική θεραπεία αποτελεί τη βάση για την αντιμετώπιση του ΣΔΚ. Πρέπει να δοθεί στην έγκυο πρόγραμμα διατροφής με συχνά και μικρά γεύματα, συγκεκριμένους συνδυασμούς τροφίμων προκειμένου να επιτευχθεί σωστή ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα με ασφάλεια για την ανάπτυξη του εμβρύου. Στις περισσότερες περιπτώσεις η διατροφή και μόνο επαρκεί στη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου της εγκύου. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να της χορηγηθεί ινσουλίνη. Η ινσουλίνη δεν διέρχεται τον πλακούντα, δεν «περνά» λοιπόν στο μωρό. Είναι ακίνδυνη και το προστατεύει αφού ρίχνοντας το σάκχαρο της μαμάς το μωρό παύει να είναι εκτεθειμένο σε υψηλά επίπεδα γλυκόζης  που είναι βλαβερά για αυτό. Η χορήγηση της ινσουλίνης στην έγκυο με ΣΔΚ διακόπτεται την ημέρα του τοκετού. Επίσης πολύ σημαντικό στοιχείο της παρακολούθησης του ΣΔΚ αποτελεί και η υπερηχογραφική παρακολούθηση της ανάπτυξης του εμβρύου η οποία πρέπει να είναι συστηματική ανάλογα με τις εβδομάδες κύησης και λαμβάνοντας πάντα υπόψη μας τις ιδιαιτερότητες κάθε εγκυμοσύνης.

Συνεπώς ο ΣΔΚ είναι μια πολύ συχνή νόσος σήμερα που όμως αντιμετωπίζεται με μεγάλη αποτελεσματικότητα και πλήρη ασφάλεια τόσο για τη μαμά όσο και για το μωρό. Σημαντικά στοιχεία είναι η έγκαιρη διάγνωση και η συστηματική παρακολούθηση της εγκύου καθ’ όλη τη διάρκεια τη εγκυμοσύνης.

Συνέχεια

Ο θυρεοειδής «προτιμά» την εγκυμοσύνη!

 

Ο θυρεοειδής είναι ένας μικρός αδένας σε σχήμα πεταλούδας, που βρίσκεται στο λαιμό μας μπροστά από την τραχεία. Αποτελείται από 2 λοβούς το δεξιό και τον αριστερό που ενώνονται με μία κεντρική περιοχή τον ισθμό. Εκκρίνει τις θυρεοειδικες ορμόνες, θυροξίνη (Τ4) και τριιωδοθυρονίνη (Τ3), οι οποίες παίζουν ζωτικό ρόλο στην ανάπτυξη του εμβρύου και στο σύνολο των μεταβολικών λειτουργιών, σε όλη την υπόλοιπη ζωή του ανθρώπου.

Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης η λειτουργία του θυρεοειδούς επιβαρύνεται. Αυτό συμβαίνει γιατί οι φυσιολογικές μεταβολές /προσαρμογές του οργανισμού της μητέρας επηρεάζουν τη λειτουργία και το μέγεθος του. Είναι λοιπόν πιθανό διάφορα νοσήματα του θυρεοειδούς να εκδηλωθούν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της κύησης ή να προϋπήρχαν και η γυναίκα να έμεινε έγκυος παίρνοντας ή όχι φάρμακα για κάποια θυρεοειδοπάθεια, με αποτέλεσμα να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος τόσο για τη συνέχιση της εγκυμοσύνης όσο και για την υγεία του εμβρύου.  Το μωρό στην αρχή της κύησης, δηλαδή στη φάση της ταχείας αύξησης του αναπτυσσόμενου εμβρυϊκού εγκεφάλου, δεν έχει δικό του θυρεοειδή. Η εμβρυϊκή παραγωγή θυροξίνης είναι μηδαμινή έως και μικρή και το έμβρυο εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την μητρική θυροξίνη. Συνεπώς η «τέλεια» ρύθμιση της θυρεοειδικής λειτουργίας της εγκύου είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να εξελιχθούν όλα ομαλά τόσο για τη μητέρα όσο και για το μωρό.

Η διαταραχή της θυρεοειδικής λειτουργίας κατά την διάρκεια της κύησης μπορεί να προκαλέσει:

  • Αποβολή
  • Υπολειπόμενη ανάπτυξη του εμβρύου στη μήτρα
  • Πρόωρο τοκετό
  • Υψηλή πίεση του αίματος στη μητέρα
  • Συγγενείς ανωμαλίες του μωρού
  • Ελαττωμένη διανοητική ανάπτυξη

Δεν είναι λοιπόν υπερβολή να πούμε ότι κάθε γυναίκα με θετικό τεστ κύησης η πρώτη εξέταση που θα πρέπει να κάνει είναι ο έλεγχος της θυρεοειδικής  λειτουργίας, κάτι που γίνεται πολύ απλά με μία μόνο αιμοληψία που θα προσδιορίσει το επίπεδο των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα. Τα αποτελέσματα πρέπει πάντα να αξιολογούνται από ενδοκρινολόγο ο οποίος θα κρίνει εάν πρέπει να χορηγηθεί φάρμακο ή ανάλογα να προσαρμόσει τη δόση σε περίπτωση που μια γυναίκα βρίσκεται ήδη υπό φαρμακευτική αγωγή. Υπάρχουν γυναίκες που μπορεί να χρειαστεί να πάρουν φάρμακα μόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους καθώς και άλλες που μπορεί να χρειαστεί να συνεχίσουν την αγωγή τους και μετά την εγκυμοσύνη.

Η έγκαιρη και σωστή  αντιμετώπιση των διαταραχών του θυρεοειδούς είναι αποτελεσματική και εγγυάται την ασφαλή πορεία της κύησης.

Συνέχεια